κέρκυρος

κέρκυρος
κέρκυρος ὁ, πληθ. κέρκυρα, τὰ (Α)
βλ. κέρκουρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέρκουρος — ο (Α κέρκουρος και κερκοῡρος και κέρκυρος και πληθ. κέρκυρα, τά). νεοελλ. 1. είδος μικρού ιστιοφόρου πλοίου. 2. (στο παρελθόν) ελαφρό και ταχύπλοο πολεμικό πλοίο που χρησιμοποιούνταν από το σώμα τής αστυνομίας τών ακτών αρχ. 1. (κυρίως στην… …   Dictionary of Greek

  • κέρκυρα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν κόρη του Κερκιλλίνου, Ρωμαίου διοικητή της Κέρκυρας, ο οποίος υπήρξε φανατικός ειδωλολάτρης. Όταν έφτασαν οι απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, η Κ. ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο στις 5… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”